θεοβύθιστος

θεοβύθιστος
θεοβύθιστος, -ον (Μ)
(για εχθρικό στόλο) αυτός που βυθίζεται από τον θεό στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -βύθιστος (< βυθίζω), πρβλ. α-κατα-βύθιστος, ημι-βύθιστος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”